ESOTERICA

Κανένα γεγονός που εναντιώνεται ή αντιτίθεται στην όποια προσωπική κρίση του καθενός δεν μπορεί να ιδωθεί, να εξηγηθεί και τελικώς να γίνει αποδεκτό ως πραγματικό, υπό το κράτος του φόβου και της αμφιβολίας για την πιθανή ύπαρξή του.
(" Το νησί κάτω από την ομίχλη", εκδόσεις Καστανιώτη - 2010)


Σάββατο 15 Οκτωβρίου 2011

Και τώρα τι;

Χορτασμένοι και στερημένοι στον πάτο που βλέπουμε να πλησιάζει ή που αγγίζουμε επικίνδυνα
Με τα ίδια ακριβώς πράγματα που είχαμε και δεν έχουμε πια.
Με όλα αυτά που μας χαρίζονταν, που δανειζόμασταν κατά κάποια έννοια, που κοπιάζαμε και προσπαθούσαμε ανεξαρτήτως συγκυριών...τότε που τα καταφέρναμε!
Χορτασμένοι και στερημένοι σε σημείο  μηδέν να αναπολούμε και να ελπίζουμε.
Με τα ίδια ακριβώς συναισθήματα που μας έκαναν ευτυχισμένους και δυστυχισμένους, χαρούμενους και λυπημένους, ήρεμους και θυμωμένους.
Χορτασμένοι και στερημένοι σε αδιέξοδο δρόμο και φράκτες τριγύρω να μην μπορείς να λοξοδρομήσεις.
Με τις ίδιες ακριβώς ελπίδες και αγωνίες που τώρα αποκτούν άλλο νόημα κι άλλη βαρύτητα, με την ίδια δημιουργικότητα και παραγωγικότητα χωρίς κανένα αντίκρισμα πια, χωρίς κανένα αποτέλεσμα.
Χορτασμένοι και στερημένοι σε μόνιμη έκπληκτη στάση για το τι άλλο μπορεί να μας συμβεί, για το τι άλλο μπορούμε να αντέξουμε.
Με όλα αυτά που αφήσαμε να συμβούν ερήμην μας ή όχι, με όλα αυτά που αδιαφορήσαμε, ενδιαφερθήκαμε, ασχοληθήκαμε, απορρίψαμε ή αποδεχθήκαμε.
Χορτασμένοι και στερημένοι την ίδια στιγμή τότε και τώρα. Κάτω από άλλες συνθήκες, άλλους καιρούς και άλλες εποχές.
Δεν ξέρω που με οδηγεί αυτή η νοσηρότητα.
Μάλλον σε επαναλαμβανόμενες επαναλήψεις μιας σκέψης που δεν μπορεί να εκφραστεί γιατί πιθανόν να μην έχει νόημα πια αφού όλα έχουν συντελεστεί όπως ακριβώς θα έπρεπε.
Είναι περίεργο πως μπορεί ακόμα να τρεμοπαίζει μια σπίθα τελικής νίκης.
Ούτε που ξέρω από ποια έγκατα ξεπηδά και τι τη συντηρεί.
Με κάνει στιγμιαία να έχω τη σιγουριά που γενικά δεν έχω.
Πέρα  όμως από τις αναπάντητες ερωτήσεις, πέρα από τα αμέτρητα τσιγάρα και τους συνεχόμενους καφέδες, πέρα από τις άκαρπες προσπάθειες, τα ανόητα παιχνίδια στο διαδίκτυο, πέρα από τη σεροτονίνη και τη ρανιτιδίνη , πέρα από τις αποτυχημένες απόπειρες  μα παρ όλα αυτά απόπειρες, πέρα από τα νοσοκομεία, κέντρα αποκατάστασης, πέρα από την απραξία, πέρα από τα σκοπίμως  αναπάντητα τηλεφωνήματα,  πέρα από όλα αυτά...
...και τώρα τι;


Κυριακή 2 Οκτωβρίου 2011

Ελαφρώς αλλαγμένο

Σκέφτηκε να φύγει μα δεν του ήταν αρκετό. Κοίταξε απλά έξω από το παράθυρο και άφησε το βλέμμα του να πλανηθεί στον ορίζοντα, μέχρι εκεί που τα βουνά χάνονταν στα σύννεφα. Μετά γύρισε και κοίταξε το δωμάτιο. Ιδιο όπως πάντα ή μάλλον ελαφρώς αλλαγμένο από την τελευταία  φορά που το είχε κοιτάξει , πριν μερικά λεπτά. Από την πολυθρόνα έλειπε το σώμα που μέχρι πριν λίγο βούλιαζε μέσα του και μαζί του βούλιαζε και αυτός, μέσα βαθειά σα να ήθελε να χαθεί και να μην τον βρει κανείς πια, κανείς!
 "Ελαφρώς αλλαγμένο", ψιθύρισε καθώς η ματιά του ξεκουράστηκε στο λιωμένο κερί που τρεμόπαιζε πάνω στο τραπέζι, στο κερί που χυνόταν στο πάτωμα, στο κερί που πάγωνε στα πλακάκια, στο κερί που άφηνε ανεξίτηλα σημάδια κυρίως στα μάτια του.
Προχώρησε ή ήθελε να προχωρήσει αλλά τελικά ρώτησε: "Πως θα είναι;"
Δεν πήρε απάντηση αλλά χαμογέλασε με τις επιλογές που του χάριζε αυτή η αποκριθείσα σιωπή. Πήρε μια και την κράτησε στο χέρι του σφιχτά χωρίς να πει τίποτα, χωρίς να ζητήσει τίποτα και χωρίς να χαρίσει τίποτα.
Η μυρωδιά είχε μείνει ακόμα έντονη στον αέρα και τον έπνιγε καθώς έβλεπε το χέρι του να προσγειώνεται στην καρέκλα και να ισιώνει το βαθούλωμα που είχε αφήσει το σώμα.Ετσι για να διώξει και το τελευταίο ίχνος της δαιμονικής παρουσίας. Δεν υπολόγισε φυσικά το μυαλό και την αίσθηση, την όσφρηση και τη μνήμη, την αφή και τους παρατεταμένους ήχους που ακόμα ταλαιπωρούσαν τα αφτιά του. Δεν υπολόγισε την αλμύρα των δακρύων και την πικρή γεύση του φιλιού. Με την ανάστροφη του χεριού σκούπισε τα απομεινάρια της επαφής που του έκαιγε ακόμα τα χείλη.
"Ελαφρώς αλλαγμένο", σκέφτηκε αλλά ήθελε να σκεφτεί κάτι άλλο. Δεν μπορούσε. Εγκλωβισμένος σε καταναγκαστικές σκέψεις.
Αναψε ένα τσιγάρο. Το είχε κόψει. Ούτε που θυμόταν πότε το ξανάρχισε. Κι ας πονούσε ο λαιμός του. Ο λυγμός ήταν. Πήρε βαθειά ρουφηξιά. Τόσο που πόνεσαν τα πνευμόνια του.
Θόλωσε το οπτικό του πεδίο, απο την κάπνα, την σκόνη , τα δάκρυα ή μπορεί από τη στάχτη που σκέπασε το σπίτι.
Τόσο γρήγορα!
"Ελαφρώς αλλαγμένο", είπε λίγο πιο δυνατά χωρίς να θυμάται που αναφερόταν αλλά το σώμα ήξερε, όχι αυτό που είχε, αυτό που έχασε.
Κάθησε στον καναπέ, ανάμεσα σε ρούχα, άχρηστα παιδικά παιχνίδια, άδεια κουτάκια μπύρας και χυμένους ξηρούς καρπούς. Ενιωσε ασφαλής. Πήρε το βελάκι και το πέταξε στον απέναντι τοίχο.
Εκλεισε τα μάτια για να ακούσει καλύτερα. Ηταν εκεί, απών!
"Ελαφρώς αλλαγμένο", του πέρασε πάλι από το μυαλό αδυνατώντας να σκεφτεί κάτι άλλο.
Είχε ώρα πριν τα φτερά του αρχίσουν τον εξωφρενικό τους ρυθμό, λαίμαργα να νιώσουν τον άνεμο πάνω , κάτω, γύρω, μέσα τους.
Το ταβάνι δεν θα μπορούσε να τον εμποδίζει πια, ούτε αυτή η πολυθρόνα, πόσο μάλλον ο καναπές. Το παράθυρο δεν θα ήταν διέξοδος, θα ήταν απλά έξοδος.
Σε λίγο όλα θα ήταν διαφορετικά... το δωμάτιο θα ήταν και πάλι "ελαφρώς αλλαγμένο".
Σκέφτηκε...