ESOTERICA

Κανένα γεγονός που εναντιώνεται ή αντιτίθεται στην όποια προσωπική κρίση του καθενός δεν μπορεί να ιδωθεί, να εξηγηθεί και τελικώς να γίνει αποδεκτό ως πραγματικό, υπό το κράτος του φόβου και της αμφιβολίας για την πιθανή ύπαρξή του.
(" Το νησί κάτω από την ομίχλη", εκδόσεις Καστανιώτη - 2010)


Κυριακή 2 Οκτωβρίου 2011

Ελαφρώς αλλαγμένο

Σκέφτηκε να φύγει μα δεν του ήταν αρκετό. Κοίταξε απλά έξω από το παράθυρο και άφησε το βλέμμα του να πλανηθεί στον ορίζοντα, μέχρι εκεί που τα βουνά χάνονταν στα σύννεφα. Μετά γύρισε και κοίταξε το δωμάτιο. Ιδιο όπως πάντα ή μάλλον ελαφρώς αλλαγμένο από την τελευταία  φορά που το είχε κοιτάξει , πριν μερικά λεπτά. Από την πολυθρόνα έλειπε το σώμα που μέχρι πριν λίγο βούλιαζε μέσα του και μαζί του βούλιαζε και αυτός, μέσα βαθειά σα να ήθελε να χαθεί και να μην τον βρει κανείς πια, κανείς!
 "Ελαφρώς αλλαγμένο", ψιθύρισε καθώς η ματιά του ξεκουράστηκε στο λιωμένο κερί που τρεμόπαιζε πάνω στο τραπέζι, στο κερί που χυνόταν στο πάτωμα, στο κερί που πάγωνε στα πλακάκια, στο κερί που άφηνε ανεξίτηλα σημάδια κυρίως στα μάτια του.
Προχώρησε ή ήθελε να προχωρήσει αλλά τελικά ρώτησε: "Πως θα είναι;"
Δεν πήρε απάντηση αλλά χαμογέλασε με τις επιλογές που του χάριζε αυτή η αποκριθείσα σιωπή. Πήρε μια και την κράτησε στο χέρι του σφιχτά χωρίς να πει τίποτα, χωρίς να ζητήσει τίποτα και χωρίς να χαρίσει τίποτα.
Η μυρωδιά είχε μείνει ακόμα έντονη στον αέρα και τον έπνιγε καθώς έβλεπε το χέρι του να προσγειώνεται στην καρέκλα και να ισιώνει το βαθούλωμα που είχε αφήσει το σώμα.Ετσι για να διώξει και το τελευταίο ίχνος της δαιμονικής παρουσίας. Δεν υπολόγισε φυσικά το μυαλό και την αίσθηση, την όσφρηση και τη μνήμη, την αφή και τους παρατεταμένους ήχους που ακόμα ταλαιπωρούσαν τα αφτιά του. Δεν υπολόγισε την αλμύρα των δακρύων και την πικρή γεύση του φιλιού. Με την ανάστροφη του χεριού σκούπισε τα απομεινάρια της επαφής που του έκαιγε ακόμα τα χείλη.
"Ελαφρώς αλλαγμένο", σκέφτηκε αλλά ήθελε να σκεφτεί κάτι άλλο. Δεν μπορούσε. Εγκλωβισμένος σε καταναγκαστικές σκέψεις.
Αναψε ένα τσιγάρο. Το είχε κόψει. Ούτε που θυμόταν πότε το ξανάρχισε. Κι ας πονούσε ο λαιμός του. Ο λυγμός ήταν. Πήρε βαθειά ρουφηξιά. Τόσο που πόνεσαν τα πνευμόνια του.
Θόλωσε το οπτικό του πεδίο, απο την κάπνα, την σκόνη , τα δάκρυα ή μπορεί από τη στάχτη που σκέπασε το σπίτι.
Τόσο γρήγορα!
"Ελαφρώς αλλαγμένο", είπε λίγο πιο δυνατά χωρίς να θυμάται που αναφερόταν αλλά το σώμα ήξερε, όχι αυτό που είχε, αυτό που έχασε.
Κάθησε στον καναπέ, ανάμεσα σε ρούχα, άχρηστα παιδικά παιχνίδια, άδεια κουτάκια μπύρας και χυμένους ξηρούς καρπούς. Ενιωσε ασφαλής. Πήρε το βελάκι και το πέταξε στον απέναντι τοίχο.
Εκλεισε τα μάτια για να ακούσει καλύτερα. Ηταν εκεί, απών!
"Ελαφρώς αλλαγμένο", του πέρασε πάλι από το μυαλό αδυνατώντας να σκεφτεί κάτι άλλο.
Είχε ώρα πριν τα φτερά του αρχίσουν τον εξωφρενικό τους ρυθμό, λαίμαργα να νιώσουν τον άνεμο πάνω , κάτω, γύρω, μέσα τους.
Το ταβάνι δεν θα μπορούσε να τον εμποδίζει πια, ούτε αυτή η πολυθρόνα, πόσο μάλλον ο καναπές. Το παράθυρο δεν θα ήταν διέξοδος, θα ήταν απλά έξοδος.
Σε λίγο όλα θα ήταν διαφορετικά... το δωμάτιο θα ήταν και πάλι "ελαφρώς αλλαγμένο".
Σκέφτηκε...

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου