ESOTERICA

Κανένα γεγονός που εναντιώνεται ή αντιτίθεται στην όποια προσωπική κρίση του καθενός δεν μπορεί να ιδωθεί, να εξηγηθεί και τελικώς να γίνει αποδεκτό ως πραγματικό, υπό το κράτος του φόβου και της αμφιβολίας για την πιθανή ύπαρξή του.
(" Το νησί κάτω από την ομίχλη", εκδόσεις Καστανιώτη - 2010)


Κυριακή 30 Ιουνίου 2013

Το μπρελόκ και οι δίδυμες.

Το πατρικό μου στο Αιγάλεω είναι μια μονοκατοικία. Το οικόπεδο το είχε δώσει προίκα ο παππούς μου, Τάσος,  στα δύο δίδυμα κορίτσια του, την Γρηγορία (Ρίτσα), τη μητέρα μου και την Ειρήνη ( Ρένα) τη θεία μου. ( Ο γιος του και θείος μου, Αντώνης , είναι από μόνος του ένα άλλο κεφάλαιο!). Το χώρισε αυτό το οικόπεδο ο παππούς  στη μέση και  οι δίδυμες έφτιαξαν  δύο μονοκατοικίες δίπλα δίπλα.  Η μητέρα μου αρχικά αφού παντρεύτηκε πρώτη, διαμορφώνοντας ( ο μπαμπάς μου δηλαδή που ήταν οικοδόμος) τα ήδη υπάρχοντα κτίσματα όπου έμενε η οικογένειά της και που έφυγαν όταν παντρεύτηκε η κόρη τους, χτίζοντας ένα άλλο σπίτι με τσιμεντόλιθους και ελλενίτ, στο βάθος του οικοπέδου για να μένουν με τον γιό τους.
Οι δίδυμες δεν ήταν  πάντα αγαπημένες. Εντάξει τις περισσότερες φορές ήταν, αλλά τσακωνόντουσταν και πάρα πολύ συχνά, γιατί η θεία μου για κάποιο λόγο πίστευε ότι ήταν ριγμένη σχετικά με το οικόπεδο, επειδή άφησε ένα ή δύο μέτρα για να υπάρχει κάποιος διάδρομος ανάμεσα στα δύο σπίτια, αφού παντρεύτηκε πρώτη η μητέρα μου όπως είπα,  η οποία πήρε το μισό ακριβώς οικόπεδο αρχικά. Αυτό ήταν αντικείμενο προστριβής πολλές φορές μεταξύ τους ( αλλά και ανάμεσα στους άνδρες τους, τον μπαμπά μου και το θείο μου (Βασίλης και ο ένας και ο άλλος). Τέλος πάντων, πολλά ευτράπελα έχουν γίνει μεταξύ των δύο οικογενειών με αυτό το θέμα, που ίσως τα αναφέρω σε κάποιο άλλο post.
Κάθε πρωί, λοιπόν, η θεία μου ερχόταν στο δικό μας σπίτι για να πιει τον πρωινό της ελληνκό καφέ με τη μητέρα μου. ( Γιατί έπρεπε να της πει και το φλυτζάνι μετά,  μαντική τέχνη που κανείς δεν ξέρει πως απέκτησε η θεία...μάλλον μας κορόϊδευε, τώρα που το σκέφτομαι). Ερχόταν η θεία πολύ  νωρίς το πρωι, ξημερώματα σχεδόν. Και υποτίθεται ότι μιλούσαν σιγά, αλλά πόσο σιγά μπορούσαν να μιλήσουν δυο  άνθρωποι που έχουν απλώλεια ακοής. Η θεία μου δε, ήταν πιο κουφή από τη μάνα μου, (αν και πιστεύω πως και η μία και η άλλη είχαν επιλεκτική ακοή γιατί άλλα άκουγαν, όσα τους σενέφεραν συνήθως και άλλα όχι). Όποτε μιλούσαν, όμως ,ακούγονταν όχι μόνο σε όλο το σπίτι ( που ήταν και περίεργα διαμορφωμένο, σαν τρένο το ένα δωμάτιο πίσω από το άλλο, όπως όλα τα παλιά σπίτια που διαμορφώθηκαν πάνω σε άλλα παλιότερα.  Για να σκεφτείτε για να πας από το σαλόνι στο μπάνιο, έπρεπε να περάσεις από το δωμάτιο των παιδιών να μπείς στο δωμάτιο των γονιών μετά στην κουζίνα και μετά να μπας στο μπανιο!), ακούγονταν, λοιπόν, όχι μόνο σε όλο το σπίτι ( λόγω echo) αλλά και σε όλα τα παρακείμενα σπίτια της γειτονιάς.
Ήταν η περίοδος που έτυχε να μη δουλεύουν οι δίδυμες, η θεία προσπαθούσε να βγει στη σύνταξη λόγω νευρικών διαταραχών ( άλλο γέλιο αυτό!) και η μητέρα μου δεν θυμάμαι για ποιο λόγο δεν δούλευε τότε.  Εγώ πήγαινα τελευταία τάξη του Λυκείου. Στο σπιτι μου είχε έρθει να εγκατασταθεί και ο μετέπειτα γαμπρός μου, που είχε αρραβωνιαστεί την αδερφή μου και που ήταν μόνιμος  υπαξιωματικός στο Πολεμικό Ναυτικό ( για να μην χαλάνε πολλά λεφτά και να  τα μαζέψουν για να αποπερατώσουν το σπίτι τους στο μελλοντικό πρώτο όροφο της μονοκατοικίας, που  είχε  ήδη χτίσει ο μπαμπάς μου και ήταν γιαπί). Τότε ο Δημήτρης είχε μετατεθεί σ΄ ένα αντιτορπιλικό καράβι , τον Κουτουριώτη, στην Κρήτη και ερχόταν πολύ λίγες μέρες τον μήνα ή καθόλου για κάποιους μήνες. Όποτε ερχόταν όμως ο άνθρωπος ήθελε να κοιμάται, να ξεκουράζεται και γενικώς να μπορεί να χαρεί την ολιγοήμερη ( συνήθως) άδειά του.  Γενικώς το σπίτι μας τότε ήταν κανονικό Σεράϊ.
Ένα πρωί , όπως συνήθως, κατέβηκε η Ρένα να πιεί καφέ με τη Ρίτσα. Τότε είχαν βγει κάποια μπρελόκ για κλειδιά, που αν φώναζες, (κάποιο όνομα, κάποια λέξη, αν φώναζες γενικώς) αυτό άρχιζε  να χυπάει με έναν εκνευριστικό θόρυβο, προκειμένου να το βρίσκεις εύκολα, σε περίπτωση που το  είχες βάλει κάπου  και δεν το έβρισκες.  Και η θεία μου με τη μάνα μου ήταν οι πρώτες που έβρισκαν τέτοια γκατζετάκια της εποχής και τα διέδιδαν κιόλας παντού. 
Εκείνο το πρωί είχαν ανακαλύψει αυτό το μπρελόκ.  Τότε δεν ξυπνούσα τόσο πρωι και μου άρεσε ο πρωινός ύπνος (βαριόμουν και το σχολείο βασικά). Μέσα από τον ύπνο μου άκουγα τις ομιλίες των διδύμων, με αυτή την υπόκωφη φωνή ( τάχα για να μην τις ακούσουν οι υπόλοιποι) αλλά εξαιρετικά δυνατή υπόκωφη φωνή , ( για να ακούσουν η μία την άλλη)

"Αν μιλήσεις αρχίζει και χτυπάει, είναι πολύ ωραίο",ακούω να λέει η θεία.
"Και τι να πεις;", με απορία η μαμά.
"Ε δεν ξέρω ρε Ρίτσα, ένα όνομα, να πεις κάτι".
"Ωραίο ε;"
"Πολύ. Εγώ που χάνω τα κλειδιά συνέχεια είναι πολύ καλό!" .
( Όντως τα έχανε η θεία τα κλειδιά της συνέχεια ,αλλά όχι κάπου που άν φώναζε θα τα έβρισκε...τα έχανε στη λαϊκή, τα ξέχναγε απο εδώ κι από κει που τριγύριζε όλη μέρα , αλλά  πάντως όχι καπου, που όταν το έπαιρνε χαμπάρι ότι λείπουν, θα φώναζε , θα χτυπούσε το μπρελοκ και θα τα έβρισκε) 
"Α, πολύ χρήσιμο", συμφωνησε η μαμά. "Τώρα αν πουμε κάτι θα χτυπήσει;" 
( Εν τω μεταξύ το μπρελόκ σε όλη αυτή τη συζήτηση έπιανε κάποια συχνότητα, συντονιζόταν από κάποια απο τα λεγόμενα των κοριτσιών, όπως τις έλεγαν όλοι στη γειτονιά, και χτύπαγε κατά περιόδους, αλλά αυτές δεν το άκουγαν)
"Πες κάτι" , παρότρυνε η θεία τη μαμά.
(Σιωπή, προφανώς σκεφτόταν η μαμά τί να πει).
"Μουρταδέλα" είπε ξαφνικά η μαμά, επειδή μάλλον σκεφτόταν τα φάει κάτι πρωί πρωί, ούσα λιχούδα, αλλά το μπρελόκ δεν χτύπησε.
"Λίγο πιο δυνατά", είπε η θεία
"Μουρταδέλα", ξαναίπε η μαμά πιο δυνατά, τίποτα το μπρελόκ.
"Πως σου ήρθε να πεις φουστανέλα", απόρησε η θεία , διαβάζοντας πιθανόν λάθος τα χείλη της μαμάς. "Πες τυρί", την παρότρυνε. Η μαμά δεν αντέδρασε.
 "Χαλασμένο είναι;" ρώτησε η μαμά.
"Αντε καλέ, χθες το πήρα", την καθησύχασε η θεία. "Πες κάτι άλλο", τη συμβούλεψε.

Εγώ είχα ξυπνήσει για τα καλά, τόσο από τις φωνές τους όσο και από τον εκνευριστικό ήχο του μπρελόκ που αυτές δεν άκουγαν. Ο αδερφός μου, ο Τάσος,  στο δίπλα κρεββάτι, πολύ μιρκός (7-8 χρονών), δεν έχει πάρει χαμπάρι και κοιμάται. Ανοίγει  η συρταρωτή πόρτα που χώριζε το δωμάτιό μου από το σαλόνι , όπου εκεί κοιμόταν ο γαμπρός μου με την αδερφή μου. Εμφανίζεται ο γαμπρός μου. Ένας θηριώδης  μελαχοινός τύπος ,τριχωτός...αυτό που λέμε άντρακλας, μόνο με το μποξεράκι του, αν και είχε κρύο. Σκληραγωγημένο παιδί. Με κοιτάει.

"Τι φασαρία είναι αυτή;" με ρωτάει ο γαμπρός μου.
"Οι δίδυμες", του λέω.
"Γιατί φωνάζουν;" 
"Κάτι δοκιμάζουν, ένα μπρελοκ μου φαίνεται" απαντώ μέσα από τις κουβέρτες.
"Πες τους να σταματήσουν".
"Δεν θα ακούσουν, πρέπει να πάω μέσα και βαριέμαι".

Μέσα είχε αρχίσει το πανηγύρι όμως. Οι Δίδυμες άρχιζαν και φώναζαν διάφορες λέξεις, ό,τι έβλεπαν προφανώς τριγύρω τους ή ό,τι τους ερχόταν στο μυαλό, ό,τι μπορείτε να φανταστείτε (ψυγείο, καφές, φλυτζάνι, κουταλάκι, πόρτα). Μετά περάσανε στα ζαρζαβατικά, (χόρτα, καρότο, πατάτα, κρεμμύδι κλπ ). Μέχρι και ολόκληρες προτάσεις φώναζαν ( Τι κάνεις; Θα πάμε στη λαϊκή; Τι φαϊ θα κάνεις σήμερα; Έχω να παω στο γιατρό. Εχθές που έπαιξα προπό δεν κέρδισα τίποτα...Η θεία ήταν τότε τζογαδόρισα) κι άλλα τέτοια.
Ο γαμπρός μου καθόταν στην πόρτα και με κοιτούσε πολύ τσαντισμένος που του χάλασαν τον ύπνο και είχε και δίκιο το παιδί, έγω είχα αρχίζει να γελάω. Διέκρινα κι ένα κρυφό χαμόγελο στα χείλη του γαμπρού μου. Σε κάποια παύση των φωνών από τις δίδυμες , πιθανόν για να βρουν κάτι άλλο να πουν, κι ενώ το μπρελόκ είχε χτυπήσει άπειρες φορές, που όμως οι δίδυμες δεν άκουγαν, ο γαμπρός μου  προχώρησε προς την πόρτα για το επόμενο δωμάτιο και φώναξε με δύναμη προς τα μέσα: "ΣΚΑΣΜΟΣ".
Δεν το είπε με κακία αλλά μάλλον προσπαθούσε να βρει μια  χαρακτηριστική λέξη για να την ακούσουν και να σταματήσουν. Οπως ακριβώς κάνουμε για τα σκυλιά. Φυσικά το μπρελόκ  συντονίστηκε και χτύπησε. Ήταν πρώτη φορά που το άκουσαν οι δίδυμες, αλλά  δεν είχαν ακούσει μάλλον τον γαμπρό μου. 

"Να το χτύπησε, Τι είπες Ρίτσα;" ,ρωτάει η θεία μου γιατί δεν είχε ακούσει κάτι που πιθανόν να είπε η μάνα μου, που όμως δεν είχε πει τίποτα, γιατί ήταν η στιγμή που έψαχναν.
"Τίτοτα δεν είπα", είπε η μαμά.
"Αφού χτύπησε, το άκουσες, δεν το άκουσες;" ρώτησε η θεία με αγωνία.
"Το άκουσα αλλά δεν είπα τίποτα, έψαχνα τι να πω",δικαιολογήθηκε η μαμά λες και είχε κάνει έγκλημα. Και να μην το είχε ακούσει όμως δεν θα το έλεγε αφού το άκουσε η πιο κουφή αδερφή της. Ντροπή και όνειδος!

Ο γαμπρός μου με κοιτούσε με απόγνωση, πλέον γελούσε  κι αυτός . Ξαναμπαίνει μέσα στο σαλόνι κλείνοντας την συρταρωτή πόρτα πίσω του. Εγώ αποφασίζω να μην σηκωθώ από το κρεββάτι. 
Οι δίδυμες μέσα ξανάρχισαν το θέατρο του παραλόγου. Είχαν περάσει σε διάφορα ονόματα για να κάνουν το μπρελόκ να χτυπήσει. Ονόματα κατ' αρχάς  που υπήρχαν στην οικογένεια, μέχρι τις μακρινές θείες και συγγενείς και μετά όλα τα ονόματα της γειτονιάς. Το μπρελοκ στα ονόματα χτυπούσε πιο συχνά, αυτές το ακούν και χαίρονται και όσο χαίρονται φωνάζουν πιο δυνατά! "Ρέναααααα, Ριτσαααααα, Νίκοοοοοο, Βασίληηηηηηηη, Τάσοοοοοοοο, Δημήτρηηηηηηηηη, Βασίληηηηηηηηη (ο άλλος Βασίλης, διαφορετικό πρόσωπο  διαφορετικό όνομα σου λεει),  θεία Δεσπινιόοοοοοοοο, θεία Τασούλααααααα" ( ναι έβαζαν και το προσδιοριστικό μπροστά για να ξέρουν για ποιον μιλάνε) Όσο άκουγαν το μπρελοκ να χτυπάει ,(που δεν το άκουγαν όσες φορές αυτό χτύπαγε), τόσο περισσότερο και πιο δυνατά φώναζαν. Γενικώς ένας χαμός 7 η ώρα το πρωί και μάλιστα  χειμώνας.
Ξαφνικά άνοιξε με δύναμη  η πόρτα του σαλονιού και βγήκε έξαλλος ο γαμπρός μου, με το μποξεράκι μόνο.  Τον βλέπω να πηγαίνει σφαίρα στην κουζίνα. Από πίσω σηκώνομαι κι εγώ και τρέχω πίσω του να δω τη σκηνή.
Με το που μπαίνει μέσα στην κουζίνα, η μάνα μου αμέσως να πει " Ξύπνησες αγόρι μου;" όπως έλεγε συνήθως, η θεία μου δεν πρόλαβε να πει " Καλημέρα Δημήτρη μου" κι έμεινε κάπου στα μισά. Ο Δημήτρης παίρνει το μπρελόκ, που το είχαν στήσει σε περίοπτη θέση πάνω στο τραπέζι ανάμεσά τους, και το βουτάει μέσα σε ένα ποτήρι νερό, από τα δύο που υπήρχαν στο τραπέζι και που συνόδευαν τον καφέ τους.  Το μπρελοκ για κάποιο λόγο μισοσφύριξε αλλά μπαίνοντας στο νερό , έβγαλε ένα ήχο σα να πνίγεται. Οι δίδυμες έμειναν στήλες άλατος με αυτή την πράξη του Δημήτρη, οποίος απλώς το έκανε και χωρίς να πει απολύτως τίποτα, ξαναγύρισε στο δωμάτιό του ( στο σαλόνι ,δηλαδή, αφού πέρασε όλα τα υπόλοιπα δωμάτια του σπιτιού... τρένο είπαμε).  Έχει ένα αυθεντικό χιούμορ ο γαμπρός μου...όταν θέλει! Εγώ καθόμουν και κοιτούσα τις δίδυμες που κοιτούσαν το μπρελόκ μέσα στο ποτήρι.

"Γιατί το έκανε αυτό;"  ρώτησε η θεία.  Η μαμά απλώς κούνησε τους ώμους, με μια έκφραση δυσαρέκσειας και απορίας.  "Δεν πάει καλά", συνέχισε η θεία. "Τρελλός είναι;", συνέχισε με την χαρακτιριστική κίνηση του χεριού που κάνουμε  κοντά στο κεφάλι, όταν θέλουμε να δείξουμε ότι κάποιος είναι σαλεμένος. 
"Εχει τα νεύρα του, περνάει δύσκολα στο Ναυτικό", δικαιολόγησε η μαμά τον γαμπρούλη της.
"Αν περνάει δύσκολα στο Ναυτικό ,Ρίτσα, να παει να πνίξει τους ναύτες του, όχι το μπρελόκ μου", ξεσπάθωσε η θεία με θυμό. "Δεν το πήρα τσάμπα.Λεφτά έδωσα. Τώρα πως θα βρίσκω τα κλειδιά μου;", ήρθε ως επιστέγμασμα η " εύλογη" απορία της. 
"Ελα βρε Ρένα μου , μάλλον χαλασμένο θα ήταν, αφού δεν χτύπαγε", απεφάνθη η μαμά.

Εκεί δεν άντεξα και γύρισα πίσω στο δωμάτιό μου ξεκαρδισμένος στα γέλια. 
Από μέσα η θεία συνέχιζε:

"Και δεν ντράπηκε να βγεί έτσι έξω; Ετσι κυκλοφορεί εδώ μέσα; Να μας δείξει τις τρίχες του και τα μπράτσα του;.Λες και δεν έχουμε εμείς άνδρα. Δεν φτάνει που μένει  εδώ και δεν έχει παντρευτεί ακόμα! Ντροπή του!".

 Η θεία και όχι μόνο αυτή από το σόι , θεωρούσαν τον Δημήτρη σώγαμπρο, που λέμε, και έβγαλε και το θέμα της εκείνη την ώρα...μαζί με ένα άλλο θέμα φυσικά, γιατί ο θείος μου και άντρας της ήταν λίγο αχαμνό!

Σκέφτηκα πως άλλη μια  μέρα μου, είχε ξεκινήσει ευχάριστα! 
Και ξαφνικά ήθελα με όρεξη να πάω σχολείο!

1 σχόλιο:

  1. βρε Αλέκο κατουρήθηκα από τα γέλια το έχω ζήση και εγώ αυτό εκείνη την περίοδο αν θυμάσαι ερχόμασταν για να δούμε έργα με τον Δημήτρη και ήταν η ασχολία όλων, σαν ανακάλυψη μεγάλη και λύση μεγάλων προβλημάτων ααααχχχχχχ τι μου θύμησες τώρα (Τασούληηηηηη) χτυπούσε το μπρελόκ η θεία χαμπάρι και δω στου από την αρχή 40-50 φορές πω πω πω τρέλα......αλλά τώρα μια ομορφιά και γοητεία στιγμών εμπειριών και απείρου κάλους ζωή γεμάτη γέλιο και χαρά .....αγαπώ αυτές τις στιγμές μας ξάδελφε και της εξιστορώ και εγώ όπου με παίρνει

    ΑπάντησηΔιαγραφή